- Κλεομενισταί
- Κλεομενισταί, οἱ (Α)οπαδοί τού Κλεομένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κλεομένης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κλεομενισταῖς — Κλεομενισταί partisans of Cleomenes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)